- εκκαλώ
- (ε) (αόρ. εξεκάλεσα) μετ. юр. апеллировать, подавать кассацию;
εκκαλώ τήν υπόθεση εις... — подавать апелляцию в...
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκκαλώ τήν υπόθεση εις... — подавать апелляцию в...
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκκαλώ — ( έω) (AM ἐκκαλῶ) Ι. προσβάλλω δικαστική απόφαση με το ένδικο μέσο τής έφεσης αρχ. μσν. ἐκκαλούμαι παρακινῶ μσν. 1. ονομάζω 2. καλῶ, προσκαλῶ 3. μηνύω, καταγγέλλω αρχ. 1. φωνάζω κάποιον να βγει έξω 2. μέσ. διεγείρω 3. προκαλώ κάποιον να πράξει… … Dictionary of Greek
ἐκκαλῶ — ἐκκαλέω call out pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκκαλέω call out pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐκκαλέω call out fut ind act 1st sg (attic epic doric) ἐκκαλέω call out pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκκαλέω call out pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφίημι — (Α ἐφίημι και ιων. τύπος ἐπίημι) νεοελλ. (μόνο το μέσ.) εφίεμαι επιθυμώ θέλω, ποθώ, κατέχομαι από επιθυμία μσν. αρχ. μέσ. ἐφίεμαι αποβλέπω σε κάτι αρχ. 1. στέλνω σε κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω, παρορμώ σε κάτι 3. (για πράγματα και ειδ. για το… … Dictionary of Greek
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
συνεκκλητικαί — αἱ, Μ κατηγορητήριες επιστολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκλητικός «προσβλητικός, χλευαστικός» (< ἐκκαλῶ «καταγγέλλω, μηνύω»)] … Dictionary of Greek